ἐνίσχυσα

ἐνίσχυσα
ἐνί̱σχῡσα , ἐν-ἰσχύω
to be strong
aor ind act 1st sg
ἐνίσχῡσα , ἐν-ἰσχύω
to be strong
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενισχύω — ενίσχυσα, ενισχύθηκα, ενισχυμένος, μτβ., συντελώ στο να γίνει κάποιος ισχυρότερος, τον δυναμώνω, βοηθώ, συντρέχω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενισχύω — ενισχύω, ενίσχυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”